- ἀπόσκληρος
- ἀπόσκληροςvery hardmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποσκλήρως — ἀπόσκληρος very hard adverbial ἀπόσκληρος very hard masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόσκληρον — ἀπόσκληρος very hard masc/fem acc sg ἀπόσκληρος very hard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκλήρους — ἀπόσκληρος very hard masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόσκληροι — ἀπόσκληρος very hard masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek